Last_Drive

Sunday, January 21, 2007

Αυτός που περίσσευε

Είχε δίκιο τελικά ο τύπος. Αυτό κι αν ήταν ιστορία. Ο Billy σούφρωσε τα χείλια και κάρφωσε το βλέμμα στα δάκτυλα του δεξιού του χεριού που άρχισαν να καλπάζουν στο ξύλινο γραφείο. Οι πρώτες του σκέψεις: «Είναι κάποια φάρσα αυτό ρε φιλαράκο; Έχεις πάρει τίποτα μεσημεριάτικα; Είναι εξωφρενικό αυτό, αλλοπρόσαλλο» συνελήφθησαν απ’ τους νευρώνες-λογοκριτές ενώ οι αμέσως επόμενες πέρασαν το μπλόκο και αποβιβάστηκαν στο κέντρο ομιλίας. Κλάσματα του δευτερολέπτου μετά έγιναν ήχοι που γλιστρούσαν από ένα ελαφρά μειδιάζον στόμα:
«Τίποτα δε με εκπλήσσει πια, αγαπητέ. Και τίποτα δε μου φαίνεται δυνατότερο και απροσπέλαστο απ’ την ανθρώπινη λογική» «Εκτός από τον θάνατο», συμπλήρωσε για να δώσει μια πειστικότητα και βαρύτητα στα λόγια του. Στην λέξη «θάνατο» μάλιστα, σήκωσε απότομα το βλέμμα και το κάρφωσε στα μάτια του άντρα που καθόταν απέναντί του. Είναι υποβλητικά και εφετζίδικα κάτι τέτοια, και αυτοί που καταφεύγουν σε ντεντέκτιβ συνήθως τα θέλουν. Ο συγκεκριμένος βέβαια εκείνη την στιγμή κοιτούσε λοξά, μάλλον ένα μικρό μπονζάι στην ξεφτισμένη βιβλιοθήκη και το βλέμμα του Billy έσκασε τζούφιο στα ασπράδια των ματιών του. Πάνω που αφαιρέθηκε σκεπτόμενος ότι στην προηγούμενη ατάκα τον «θάνατο» πρέπει να τον αντικαθιστά με τον «έρωτα» αν ο πελάτης είναι γυναίκα (εμφανίσιμη εννοείται, το 90% των γυναικών δηλαδή) η αδύναμη φωνή του τύπου τον επανέφερε:
«Λοιπόν, τι λέτε; Μπορείτε εσείς να βρείτε κάποια άκρη; Κάποια λογική μέσα σ’ αυτήν την παράνοια;…» Μικρή παύση. Και μετά τέρμα τα γκάζια:
«Μπορείτε να με βοηθήσετε; Μπορείτε; Σώστε με, σας παρακαλώ, κάντε κάτι, δεν πάει άλλο…»
Ο τύπος τώρα κατέρρεε, η φωνή του ακούγονταν πραγματικά απελπισμένη. Όχι, φάρσα δεν ήταν πάντως, ούτε επαγγελματίες δεν πετυχαίνουν τόσο αξιολύπητες και γελοίες γκριμάτσες.
«Ηρεμήστε φίλε μου» Ο Billy σηκώθηκε λίγο απ’ την καρέκλα και έκανε να σκύψει προς το μέρος του τύπου για ένα «πατ, πατ» στον ώμο αλλά οι νευρολογοκριτές τον επανέφεραν αυστηρά στη θέση του. Δεν ήταν η μαμά του ούτε ήταν δουλειά του να παρηγορεί και να δείχνει κατανόηση.
Σταύρωσε τα χέρια του και κοίταζε ψύχραιμος και ανέκφραστος (άνευ βέβαια μειδιάματος πια) τον άντρα που σκούπιζε τώρα τα δάκρυά του με ένα χαρτομάντιλο ενώ οι ώμοι του τινάσσονταν κάθε τόσο από μικρά αναφιλητά.
«Ηρέμησε φίλε Γιάννη. Όλα θα πάνε καλά» Ο ενικός και η οικειότητα ήταν το καλύτερο και πιο ανθρώπινο που μπορούσε να κάνει. Αλλά όταν ο «φίλος Γιάννης» άρχισε να φυσάει τη μύτη του, βγάζοντας ένα απαίσιο ήχο και ξεχειλίζοντας το ήδη ταλαιπωρημένο μαντήλι με τόνους κολλώδη ημιδιαφανή υγρά, επέστρεψε γρήγορα στον πληθυντικό:
«Να πω να σας φέρουν ένα ποτήρι νερό; Θέλετε να πάτε στο μπάνιο να πλυθείτε λίγο;» Θυμήθηκε αμέσως την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μικρό WC και έκανε μόνος του την επιλογή:
«Μαρία» είπε δυνατά, αλλά μάλλον όχι τόσο ώστε να ακουστεί στο άλλο δωμάτιο που βρισκόταν η –ας πούμε- γραμματέας του.
Έπρεπε να έχει ένα κουμπάκι να πατήσει και να πει με ήρεμη φωνή:
«Μαράκι φέρε μου σε παρακαλώ ένα ποτήρι κρύο νερό. Α, και λίγο φρέσκο χυμό πορτοκάλι» και απο το μικρόφωνο να ακουστεί μια ναζιάρικη φωνή «Μάλιστα, αμέσως»
«ΜΑΡΙΑΑ» γκάριξε τελικά σίγουρος ότι η βλαμμένη θα έχει βάλει τίποτα ακουστικά πάλι.
«ΝΑΙ, ΛΕΩ!» ακούστηκε ένα γκάρισμα από δίπλα (μάλλον κάποιο πρώτο ευγενικό «Ναι;» θα σκόνταψε στην πόρτα και θα ταβλιάστηκε στην φαγωμένη μοκέτα του προθαλάμου).
«Όχι, όχι, αφήστε, καλά είμαι. Δε θέλω νερό, ευχαριστώ» Ο τύπος ήταν κατακίτρινος αλλά έδειχνε ότι θα τα βγάλει πέρα.
«Ούτε νερό, ούτε τίποτα! Αυτήν την κατάρα να μου λύσετε, αυτό μόνο θέλω. Αλλά κανείς δεν μπορεί…Κανείς!»
Έδειχνε πρόθυμος να αρχίσει πάλι το μελόδραμα.
«Γι αυτό ήρθατε εδώ αγαπητέ…» Ο Billy σταμάτησε γιατί δεν ήξερε πώς να το συμπληρώσει. «Εγώ δεν είμαι ο κανείς;» τουλάχιστον γελοίο.
«Όταν δεν μπορεί κανείς, αναλαμβάνει ο Billy;» Φρικτό. Τον έσωσε ένα νέο γκάρισμα:
«ΝΑΙ ΛΕΩ, ΘΕΣ ΚΑΤΙ; ΕΧΩ ΔΟΥΛΕΙΑ»
Είχε ξεχάσει την βλαμμένη δίπλα. «Τίποτα Μαρία, ευχαριστώ» φώναξε.
Μικρή σιωπή και αμηχανία. Ο Γιάννης τον κοιτούσε αποκαμωμένος και λυπημένος. Ο Billy ξερόβηξε και τεντώθηκε στην καρέκλα. Είπε τελικά την all time classic ατάκα των ντεντέκτιβ όταν μια κουβέντα τελματώνει:
«Λοιπόν, ας τα πάρουμε όλα απ’ την αρχή»
«Δηλαδή...αναλαμβάνετε την περίπτωσή μου;» είπε ο Γιάννης κάπως έκπληκτος. «Φοβόμουν ότι θα με πάρετε και σεις για τρελό, ίσως να είμαι κι όλας»
«Δεν είπα ότι αναλαμβάνω τίποτα», βιάστηκε να διευκρινίσει ο Billy.
«Άλλωστε, όπως παραδεχτήκατε και σεις απ’ την αρχή, αυτή η περίπτωση είναι έξω από το πεδίο δράσης μου..έξω απ’ τα χωράφια μου τέλος πάντων.»
«Και τόσο καιρό που πήγαινα στους αρμόδιους –υποτίθεται- τι κατάλαβα; Tόσοι ψυχίατροι, ψυχολόγοι και ψυχοτέτοιοι που προσπάθησαν τι κατάφεραν. Όλο και χειροτερεύει η κατάσταση, κανείς δε με βοήθησε, ούτε τα φάρμακά τους, ούτε τίποτα. Απλά ξόδεψα άσκοπα μια περιουσία..» (κακό αυτό) «..Αλλά όλα όσα μου έχουν μείνει είμαι διατεθειμένος να τα δώσω αμέσως και με ευγνωμοσύνη σε όποιον με βοηθήσει και με λυτρώσει από αυτήν την κόλαση» (καλό αυτό).
Η ερώτηση που γεννιέται αυτομάτως στο μυαλό κάθε λογικού και ισορροπημένου ανθρώπου είναι «Και πόσα σας έχουν μείνει;», αλλά η φράση που ξεστομίζει τελικά κάθε λογικός και ισορροπημένος άνθρωπος είναι:
«Αφήστε τα λεφτά, αυτά είναι το τελευταίο, θα τα βρούμε..»
Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα μπας και ακούσει επιτέλους κάποιο νούμερο, έστω έτσι ενδεικτικά, αλλά ο Γιάννης τον κοίταζε σαν χάνος οπότε έπρεπε να προχωρήσει:
«Ακούστε τι σκέπτομαι. Επειδή η ιστορία είναι πολύ…πώς να το πω, ιδιόμορφη, θέλω λίγο χρόνο να την σκεφτώ και να κάνω και μια μικρή έρευνα. Θα ξανασυναντηθούμε το συντομότερο και τότε θα σας απαντήσω αν την αναλαμβάνω ή όχι. Είναι κάτι αρκετά σοβαρό και δε θέλω να χάσουμε, θελω να πω, να χάσετε πολύτιμο χρόνο ή χρήματα αν καταλάβω ότι δεν μπορώ να σας βοηθήσω.» Αισθάνθηκε πολύ όμορφα λέγοντας αυτά τα λόγια. Ο Γιάννης τον κοίταξε με σεβασμό.
«Να ξέρετε επίσης ότι τα ραντεβού δεν χρεώνονται. Όταν αναλαμβάνω μια υπόθεση γίνεται συμφωνία για μια συγκεκριμένη αμοιβή που θα εισπράξω στο τέλος και μόνο εφόσον υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα»
Ο Γιάννης τώρα τον κοίταζε με πραγματικό θαυμασμό. Αλλά δεν άνοιγε το ρημάδι το στοματάκι του.
«Φεύγοντας αφήστε τα στοιχεία σας στη γραμματέα μου, και όταν θα είμαι έτοιμος θα σας πάρει για το νέο ραντεβού».
«Σας ευχαριστώ πολύ.. Ειλικρινά σας ευχαριστώ..» ο Γιάννης σταμάτησε. Δεν υπήρχε λόγος να ευχαριστεί για κάτι, εδώ που τα λέμε. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Σηκώθηκε αργά απ’ την καρέκλα σαν να ήταν πιασμένος σε όλο το σώμα. Ο Billy τον παρατηρούσε. Ψιλόλιγνος, ασπρουλιάρης, με κυρτωμένους ώμους, κατσαρά μαλιά και πεταχτά αυτιά. Ήταν τριάντα τριών χρονών αλλά έδειχνε τουλάχιστον συνομίληκος του Billy. Δηλαδή πόσο; θα αναρωτηθείτε.
«Κοντά σαράντα» δήλωνε ο ίδιος εδώ και τέσσερα-πέντε χρόνια, αλλά αυτό ήταν απόλυτα αληθινό και θα διαρκούσε μάλιστα λίγο καιρό ακόμα, αφού είτε είσαι π.χ. τριάντα επτά είτε σαράντα τρία, κοντά στα σαράντα είσαι. (Εδώ που τα λέμε και στα σαράντα επτά-σαράντα οκτώ πάλι κοντά στα σαράντα είσαι, μακριά είσαι στα εβδομήντα σου ας πούμε ή στα ογδόντα.)
«Μια τελευταία ερώτηση», είπε ο Billy. «Πως με βρήκατε; Γιατί σε μένα;»
«Εντελώς τυχαία, από μια ιστοσελίδα ενός περιοδικού. Διάφοροι αναγνώστες διηγιόταν περίεργες εμπειρίες τους και κάποιος σας ανέφερε λέγοντας ότι είστε ο μόνος που τον πήρε στα σοβαρά και κατάφερε να τον βοηθήσει σε ένα φοβερό πρόβλημά του»
«Θυμάστε το όνομά του;»
«Όχι, εξάλλου με ψευδώνυμο μπαίνουν όλοι»
«Ποιο περιοδικό;»
«Ψυχολογία και Αποκρυφισμός»
«Α, μάλιστα. Κατάλαβα…»
---
Ο Λευτέρης Ντούμας το εννοούσε λοιπόν όταν έλεγε με ευγνωμοσύνη στον Billy ότι θα τον διαφήμιζε παντού. Ταξιδιωτικός πράκτορας, ο οποίος είχε την πεποίθηση ότι μια μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γυναίκα που περνούσε τελευταία συχνά έξω απ΄ το γραφείο του είχε μέσα της το πνεύμα της πρώτης συζύγου του που εγκατέλειψε έγκυο πριν δεκατέσσερα χρόνια για μια βραζιλιάνα χορεύτρια.
Η γυναίκα -που πέθανε στη γέννα όπως και το μωρό- είχε τα ίδια μικρά γαλάζια μάτια με τη μαυροφορεμένη. Κάθε φορά που την έβλεπε πίσω απ’ την τζαμαρία να ρίχνει απόκοσμες ματιές προς τα μέσα ένοιωθε μια αλλόκοτη δυσφορία, μια κακή ενέργεια να πλημμυρίζει τον χώρο και τον ίδιο. Οι δουλειές του άρχισαν να πηγαίνουν κατά διαόλου και διάφορες μικροατυχίες έπεσαν μαζεμένες στην τωρινή οικογένειά του. Ο Λευτέρης κοκάλωνε απ’ τον τρόμο του όταν την έβλεπε και δεν μπορούσε όχι να την πλησιάσει, αλλά ούτε καν να την κοιτάξει στα μάτια. Κάτι πολύ κακό θα του συνέβαινε αργά ή γρήγορα. Δεν το συζητούσε με κανέναν γνωστό του για να μην τον πάρουν για αλαφροΐσκιωτο ή ψυχοπαθή, ενώ στους δικούς του δεν έλεγε κουβέντα μην τους τρομάξει.
Ο Billy ήταν ο μόνος ντεντέκτιβ που δέχτηκε να αναλάβει την υπόθεση. Αρχικά θα την παρακολουθούσε για να συλλέξει στοιχεία γι αυτήν. Όταν όμως ανακοίνωσε στον Λευτέρη ότι η γριά τη μία εξαφανίστηκε μόλις έστριψε στη γωνία του δρόμου και την άλλη μπήκε σε μια είσοδο πολυκατοικίας και έγινε καπνός σε δευτερόλεπτα, ο δύστυχος πράκτορας απελπίστηκε και κατατρόμαξε. Ο Billy όμως δε θα τον άφηνε αβοήθητο. Αφού έγινε μια αναπροσαρμογή στην αμοιβή, έψαξε με τη βοήθεια γνωστών του παραψυχολόγων απ’ την Αμερική και βρήκε τη λύση. Ο Λευτέρης την επόμενη φορά που την είδε μάζεψε όσο κουράγιο είχε, βγήκε στην πόρτα του γραφείου την ώρα που αυτή πέρναγε από μπροστά και ξεστόμισε με τόλμη τις μυστήριες φράσεις: «Ξεπλήρωσα το χρέος μου. Δεν υπάρχεις πια. Γύρνα στο χάος»
Η γριά τότε άρχισε να τρέχει έντρομη, κουνώντας πάνω κάτω τα χέρια της σαν παλαβή. Δεν ξαναπέρασε ποτέ απ’ το πρακτορείο. Ο Billy πήρε τα 3000 ευρώ του και έδωσε τα 250 στην κυρα-Φρόσω την καθαρίστρια για το, ομολογουμένως εντυπωσιακό της τρέξιμο και την υπόσχεση ότι δε θα ξαναπερνούσε ποτέ από αυτόν τον δρόμο. Η συμφωνία ήταν για 300 αλλά η γριά όταν έτρεχε δεν φώναζε συγχρόνως «όχι, όχι μη!», όπως είχαν πει, οπότε σαφώς δεν δικαιούνταν όλο το ποσό.
Ο Billy κοιτούσε ξανά και ξανά τις αμέτρητες σημειώσεις του για την υπόθεση του Γιάννη Μανιάτη. Δεν έβλεπε όμως κάποιο φως. Δεν θα είχε αναλάβει αυτήν την αλλόκοτη υπόθεση αν δεν έβλεπε -στο δεύτερο ραντεβού- με τα ίδια του τα μάτια το νούμερο 24000 σε ένα βιβλιάριο του Γιάννη και δεν άκουγε την φράση «Είναι όσα μου έχουν απομείνει. Λύσε μου το πρόβλημα και θα σου υπογράψω επιτόπου επιταγή με αυτό το νούμερο».
Τεντώθηκε πίσω στην καρέκλα ξεφυσώντας και τύλιξε τα χέρια του πίσω απ’ το κεφάλι για μαξιλάρι. Κοίταξε μια κάρτα του πάνω στο γραφείο:
«Billy Cosmopoulos, ιδιωτικός αστυνομικός, με πετυχημένη 15ετή καριέρα στην Νέα Υόρκη, γνώστης εξελιγμένων τεχνικών και εναλλακτικών μεθόδων, ειδικευμένος σε δύσκολες και ιδιόρρυθμες υποθέσεις» και στο κάτω μέρος με έντονα γράμματα το μοτό του: «Όταν δεν υπάρχει λύση, είναι η στιγμή του Billy»
Μέρες τώρα σπάει το κεφάλι του με αυτήν την παλαβή ιστορία. Ο Γιάννης Μανιάτης, υψηλόβαθμο στέλεχος εταιρίας κινητής τηλεφωνίας, παντρεμένος εδώ και τέσσερα χρόνια και με backround καθ’ όλα νορμάλ απέκτησε ξαφνικά, πριν δυόμισι περίπου χρόνια, την εξής ιδιομορφία:
Αδυνατεί να συνυπάρξει σε κλειστό χώρο με άλλα δύο άτομα. Όταν δηλαδή βρισκόταν σε ένα δωμάτιο (ή σε αυτοκίνητο) αυτός και άλλοι δύο, μετά από λίγα λεπτά άρχιζε να νοιώθει άσχημα, να ασφυκτιά και τελικά να πανικοβάλλεται και να σπεύδει επειγόντως να φύγει από την τριάδα. Ένοιωθε για κάποιον ανεξήγητο λόγο ότι αυτός περισσεύει και πως αν δεν φύγει ταχύτατα απ’ τον χώρο θα πάθαινε κάτι πολύ κακό, ίσως και να πέθαινε. Αυτό το πάθαινε αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση τριάδας. Δεν είχε κανένα πρόβλημα όταν βρίσκονταν μόνος του ή με άλλο ένα άτομο ή με άλλους τρεις, τέσσερις ή και δεκατέσσερις. Επίσης του συνέβαινε με οποιαδήποτε άτομα, ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας ή σχέσης μαζί του. Άντρες, γυναίκες, γέροι ακόμα και μωρά, είτε γνωστοί του είτε άγνωστοι, του προκαλούσαν τον ίδιο πανικό όταν βρισκόταν κοντά του (σε δυάδα μαζί του). Μόνο ανθρώπινα όντα βέβαια, μόνο ότι είχε ψυχή ας το πούμε έτσι, τον επηρέαζε, με τα ζώα δεν του συνέβαινε αυτό..
Ξέρω τι σκέφτεστε. Ότι είναι καθαρή περίπτωση ψυχασθένειας και δουλειά των διαφόρων ψυχο-τέτοιων και όχι ενός ντεντέκτιβ (έστω και με τριετή δράση στην Αθήνα και δεκαπενταετή εμπειρία σε πλείστες άλλες εργασίες στην πατρίδα του την Βέροια).
Το ίδιο σκέφτηκε και ο Billy, το ίδιο και ο Γιάννης που απευθύνθηκε αρχικά στους αρμόδιους οι οποίοι, αφού έκαναν φύλο και φτερό τα περασμένα και τα παρόντα της ζωής του μελετώντας εξονυχιστικά όλα τα σημαντικά –ή και ασήμαντα- βιώματά του σήκωσαν τα χέρια ψηλά και κατέφυγαν στην έσχατη λύση: Ψυχοφάρμακα διαφόρων ειδών και σε πολλούς συνδυασμούς που όμως απλά διατάραξαν την υπόλοιπη φυσιολογική ζωή του και κόντεψαν να τον μετατρέψουν σε ζόμπι.
Κάποια μέρα τα έκοψε μαχαίρι, άλλωστε θα κινδύνευε σοβαρά η θέση του αν συνέχιζε να πηγαίνει στην εταιρεία με βλέμμα κατατονικού και μυαλό χυλωμένο και να εκτελεί τις εργασίες του σε slow motion. Προσπάθησε να βρει τρόπους να συνυπάρξει με το πρόβλημα μέχρι να βρεθεί λύση ή να περάσει από μόνο του. Ενημέρωσε τον προϊστάμενο του και δυο-τρεις έμπιστους συναδέλφους, ώστε με κάποιον τρόπο να αποφεύγεται η ταυτόχρονη παρουσία δύο άλλων ατόμων στο γραφείο του. (Όταν για παράδειγμα κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευκτο, έμπαινε με μια δικαιολογία και κάποιος απ’ τους συναδέλφους στο γραφείο ώστε στο σύνολο να υπάρχουν τέσσερις και να μην δημιουργείται κανένα πρόβλημα στον Γιάννη).
Η γυναίκα του επίσης του συμπαραστάθηκε πολύ, όπως και λίγοι στενοί του φίλοι και συγγενείς στους οποίους αναγκάστηκε να εκμυστηρευτεί το πρόβλημά του ώστε να μην τον παρεξηγούν, αλλά και να τον καλύπτουν σε δύσκολες καταστάσεις. Όταν λόγου χάρη τον καλούσαν στα σπίτια τους (ή τον επισκέπτονταν στο δικό του) φρόντιζαν ώστε ο συνολικός αριθμός των ατόμων στον ίδιο χώρο να μην είναι ποτέ το τρία. Σωστός πονοκέφαλος δηλαδή. Για να μην μιλήσουμε για τα αυτοκίνητα. Η συνύπαρξη του Γιάννη σε τόσο μικρό χώρο με δύο άλλους ανθρώπους ισοδυναμούσε με κανονικό εφιάλτη.
Πρόσφατα ας πούμε μπήκε σε ένα ελεύθερο ταξί και όταν αργότερα ο οδηγός παρά τις αντιρρήσεις πήρε και άλλον επιβάτη ο Γιάννης ταράχτηκε τόσο που έπειτα από μερικά λεπτά άρχισε να ουρλιάζει στον ταξιτζή να σταματήσει και τελικά πετάχτηκε έξω απ’ το ταξί πριν ακόμα ακινητοποιηθεί εντελώς και σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των άλλων δύο και κάποιων περαστικών.
Πάνω που κατάφερε κουτσά στραβά να προσαρμόσει τη ζωή του σ’ αυτό το πρόβλημα (το οποίο πάντως αντί να υποχωρεί γινόταν όλο και εντονότερο) ήρθε μια καινούρια παράμετρος ,που ανάγκασε τον Γιάννη να κάνει άλλη μια προσπάθεια να βρει λύση: Η Εύη, η γυναίκα του, έμεινε έγκυος, παρά τις προφυλάξεις. Ήταν ένα αναπάντεχο γεγονός που βύθισε το ήδη κουρασμένο ζευγάρι σε ένα βαρύ πηχτό σκοτάδι.
Η Εύη το ήθελε πολύ αυτό το παιδί. Ο Γιάννης φυσικά, παρότι το ήθελε κι αυτός, προσπάθησε να της υπενθυμίσει τις προφανείς όσο και ανυπέρβλητες δυσκολίες που θα προέκυπταν από την παρουσία τρίτου ατόμου στο σπίτι και να την πείσει να το ρίξει. Το γεγονός ότι μπορούσε να βρίσκεται μαζί της, παρότι κυοφορούσε ένα έμβρυο, άρα ήταν «διπλή», ένας ψυχολόγος θα το εκλάμβανε ως απόδειξη ότι το πρόβλημα είναι στη φαντασία του «ασθενή» αλλά ο Γιάννης πίστευε ότι απλά δεν είχε γίνει ακόμα κανονικός άνθρωπος, δεν είχε βγει στο φως, δεν είχε αποκτήσει ψυχή τέλος πάντων και το πρόβλημα θα γεννιόταν ταυτόχρονα με τη γέννησή του μωρού.
Η Εύη αφού πέρασε μερικές μέρες σε κατάθλιψη και στέρεψε από δάκρια τελικά τα στύλωσε και του δήλωσε ότι θα το κρατήσει και ότι γίνει. Ας φύγει αυτός απ’ το σπίτι αν δεν γίνεται αλλιώς. Την καταλάβαινε, είχαν σπάσει τα νεύρα της. Όχι ότι τα δικά του βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση. Ήξερε πλέον ότι αν δεν λυνόταν άμεσα το πρόβλημα αργά η γρήγορα θα την έχανε. Μέσα στην απόγνωσή του άρχισε να ψάχνει σε βιβλία και στο Ίντερνετ μήπως βρει στοιχεία για παρόμοιες περιπτώσεις, έστω και σε μεταφυσικά ή παραψυχολογικά πεδία. Δεν πίστευε σε τέτοια πράγματα, το αντίθετο, ήταν πάντα λογικός και προσγειωμένος και τα κατέκρινε όλα αυτά τα μεταφυσικά και αποκρυφιστικά. Άλλωστε ήταν χριστιανός...
Το περίεργο γενικά με αυτόν τον τύπο -που έκανε τόσους ψυχο-τέτοιους να θέλουν να σκίσουν τα πτυχία τους ή να τρέξουν επειγόντως για εποπτεία- ήταν πως όλη του η ζωή έδειχνε πολύ φυσιολογική και τίποτα δεν δικαιολογούσε αυτό το φλασάρισμα που είχε πάθει στα καλά καθούμενα. Ο Billy έσκυψε πάλι στις σημειώσεις του και ξαναδιάβασε την σύνοψη του βιογραφικού του Γιάννη.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά, από πατέρα πολιτικό μηχανικό και μητέρα δασκάλα. Ήταν το δεύτερο παιδί (τετραμελής δηλαδή οικογένεια, κάτι που δεν βοηθάει καθόλου), ήσυχα παιδικά χρόνια, ηρεμία στις σχέσεις με τους γονείς και τον αδερφό του· άριστος μαθητής, εφηβεία χωρίς πολλές εξάρσεις, αγωνίες και προβλήματα, μπήκε με την πρώτη στο πολυτεχνείο στη σχολή ηλεκτρολόγων μηχανικών, ζούσε με τους γονείς του όσο σπούδαζε, ενώ διατηρούσε σχέσεις με μια ασχημούλα συμφοιτήτριά του·, καλός φοιτητής, πήρε πτυχίο ακριβώς στα πέντε χρόνια που διαρκούσε η σχολή, χώρισε φιλικά με την ασχημούλα, πήγε στην Αγγλία δυο χρόνια για ένα μεταπτυχιακό (πολύ διάβασμα, ελάχιστο clubbing, καθόλου ναρκωτικά και γκομενιλίκια)· γύρισε, πήγε στρατό σε βυσματική θέση γραφείου λόγω μπαμπά, βρήκε αμέσως δουλειά στην εταιρεία που βρίσκεται ακόμα, γνώρισε και την Εύη με τη μεσολάβηση ενός κοινού φιλικού ζευγαριού -που διέγνωσε σωστά ότι «θα ταίριαζαν»- την παντρεύτηκε δυο χρόνια μετά και όλα έδειχναν να κυλούν αρμονικά και ήσυχα έως την εμφάνιση του προβλήματος. (Τώρα βέβαια που τα ξαναδιάβαζε όλα αυτά ο Billy άρχισε να βλέπει ως απόλυτα λογική μια τέτοια κατάληξη του τύπου)
Ύστερα γύρισε στην σελίδα που είχε καταγράψει όλες τις ερωτήσεις που του έκανε (και τις είχαν βέβαια κάνει και όλοι οι επαγγελματίες) και δίπλα από αυτές σημειωμένο μονίμως ένα «ΟΧΙ»
-Σας είχε απατήσει ποτέ ή έστω υποπτευθήκατε τρίτο πρόσωπο στις σχέσεις σας με τις (λιγοστές) γυναίκες της ζωής σας;
-Είχατε εσείς απατήσει ή έστω σκεφτεί για απιστία όσο ήσασταν μαζί τους;
-Είχατε νοιώσει ποτέ ανταγωνισμό με τον αδερφό σας όταν βρισκόσασταν μαζί με έναν απ’ τους δύο γονείς;
-Ήταν θρησκόληπτοι οι γονείς και σας δημιουργούσαν ενοχές;
-Φοβηθήκατε ή έστω αγχωθήκατε στην ιδέα ότι κάποια στιγμή θα αποκτήσετε παιδί;
-Μήπως είστε κρυφοgay; (άσχετο αλλά κολλάει παντού)
Αμέτρητη η λίστα…Στο τέλος της μάλιστα υπήρχαν και κάποιες εναλλακτικές ερωτήσεις, εμπνεύσεις αποκλειστικά του Billy, (του τύπου «Χάσατε ποτέ στη ρουλέτα παίζοντας το 3;» κλπ) αλλά κι αυτές συνοδευόταν από ένα ξερό «ΟΧΙ»
Ο Billy ρώτησε έπειτα τον εαυτό του αν έχει καμιά πιθανότητα να βρει τη λύση σ’ αυτό το πρόβλημα και αν είναι διατεθειμένος να παρατήσει την υπόθεση και τα 24000 ευρώ. Δυο μεγάλα «ΟΧΙ» ήταν κι εδώ οι απαντήσεις.
Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε τρεις και δέκα. Σε πενήντα λεπτά ο Γιάννης Μανιάτης θα έρχονταν να μάθει το «που βρισκόμαστε». Και ο Billy δεν είχε ιδέα, δεν είχε σκεφτεί καν τι ερωτήσεις θα κάνει και τι στοιχεία θα ζητήσει αυτή τη φορά. Έπρεπε όμως στο τηλέφωνο να δείξει ότι η έρευνα προχωράει και μάλιστα θετικά για να κερδίσει λίγο χρόνο.
Ο Γιάννης ήταν ανυπόμονος –είχε και ένα δίκιο εδώ που τα λέμε- και ήταν έτοιμος να πάρει σβάρνα μάγους, μέντιουμ, παπάδες και λοιπούς τσαρλατάνους πάνω στην απελπισία του. Ο Billy δε θα άφηνε αυτούς τους απατεώνες να ξεκοκαλίσουν τα χρήματα του πελάτη του. Αναγκάστηκε να κλείσει αυτό το σημερινό ραντεβού. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε το νούμερο της Μαρίας Αντωνάτου, της ευτραφούς γεροντοκόρης που έμενε στον κάτω όροφο και είχαν συμφωνήσει να ανεβαίνει όταν υπάρχει ραντεβού με πελάτη και να παριστάνει τη γραμματέα του έναντι επτά ευρώ την ώρα.
Απλά κάθονταν στο μικρό γραφειάκι του χωλ και έγραφε ποιήματα ή χάζευε στην μικρή τηλεόραση κάποιο σήριαλ. Και σήκωνε τα τηλέφωνα, αν ποτέ υπήρχαν. Ήταν άνεργη, ζούσε με τις συντάξεις των γονιών της και κάποιο μικρό νοίκι που εισέπραττε. Άνηκε στο δέκα τοις εκατό.
---
Η κουβέντα με τον Γιάννη δεν τραβούσε. Ο Billy έκανε φιλότιμες προσπάθειες να δείχνει άνετος και γεμάτος αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία αλλά ο πελάτης του τον κοιτούσε πλέον δύσπιστα.
«Δεν το καταλαβαίνω αυτό κύριε Billy. Γιατί δε μου λέτε και μένα τις προόδους που έχετε κάνει και τις εξελίξεις που λέτε πως υπάρχουν; Τι φοβάστε, μην τα πω σε κανέναν;» (Ώπα, να και πνεύμα ο Γιαννάκης. Δεν πάμε καθόλου καλά)
«Γιατί δε με εμπιστεύεστε; Είναι κάποια πράγματα που δεν πρέπει να βγαίνουν κατά τη διάρκεια μιας έρευνας παρά μόνο όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή» Έσκυψε λίγο προς το μέρος του Γιάννη και χαμογέλασε πονηρά. «Η στιγμή της λύσης» είπε χαμηλόφωνα και υποβλητικά αλλά ο Γιάννης δεν έδειχνε να ψαρώνει.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω…περνάει ο καιρός, όλο μου λέτε για προόδους…Κι εγώ σας λέω ότι πνίγομαι, χάνομαι», και λέγοντας αυτά κούνησε απότομα το δεξί του χέρι γκρεμίζοντας έναν φραπέ που στέκονταν τόση ώρα ανέγγιχτος μπροστά του. Έμειναν και οι δυο τους να χαζεύουν το καφετί υγρό να κυλάει, να καταλαμβάνει σιγά σιγά όλη την έκταση του γραφείου και να ποτίζει τα χαρτιά, τασάκια και βαζάκια που βρισκόταν πάνω του.
«Μαρίαα» η γνωστή κραυγή. Παραδόξως σε μερικά δευτερόλεπτα η πόρτα μισάνοιξε και το παχουλό, έντονα βαμμένο πρόσωπο της Μαρίας ξεπρόβαλλε.
«Με ζητήσατε;» Αυτό είναι πρόοδος. Σηκώνει μέχρι και αύξηση. Της έδειξε τα χάλια του γραφείου.
«Έρχομαι αμέσως» η απάντησή της και μετά από ένα λεπτό ξαναεμφανίστηκε με ένα κουβά και διάφορα χρωματιστά vetex.
«Πήρα τον κυρ-Θόδωρο στο καφενείο και παρήγγειλα άλλον καφέ γιατί ο δικός μας τελείωσε» είπε καθώς σκούπιζε με προσοχή τα υγρά στο γραφείο. Κάποια στιγμή έκανε να πάρει λίγο με ένα βρεγμένο πανί το πιτσιλισμένο παντελόνι του Γιάννη αλλά αυτός την έκοψε κουνώντας αρνητικά το χέρι. Ο Billy πήρε το βρεγμένο πακέτο με τα πουράκια, το σκούπισε με προσοχή, έβγαλε ένα και το έβαλε στο στόμα και ύστερα πρόσφερε το πακέτο στον Γιάννη. Πάλι αρνητικό κούνημα του χεριού, πιο εκνευρισμένα τώρα.
Ο Billy κάπνιζε αμίλητος. Σε λίγο η Μαρία θα έφευγε και η δύσκολη κουβέντα θα ξανάρχιζε. Ξαφνικά ο Γιάννης γύρισε το κεφάλι απότομα προς τη Μαρία που τώρα σκυμμένη σκούπιζε σχολαστικά σταγόνες καφέ απ’ το πάτωμα. Ύστερα γύρισε ακόμα πιο απότομα και κοίταξε τον Billy σαν να είχε δει φάντασμα. Ο Billy τον κοίταξε απορημένα. Αλλά σύντομα κατάλαβε. Ο Γιάννης είχε αποκτήσει τώρα ένα ηλίθιο χαμόγελο ενώ τα μάτια του παρέμεναν γουρλωμένα και έκπληκτα. Χαμογέλασε και ο Βilly, χωρίς όμως να αφήνει να φανεί η δικιά του έκπληξη.
«Μα…πως…Τι έγινε:»
Ο Billy δεν είχε τι να απαντήσει οπότε εξακολούθησε να χαμογελάει και να τινάζει με στυλ το πουράκι του.
«Θέλετε να μου πείτε ότι..ότι…» Ο Γιάννης δίσταζε και να το πει. Η Μαρία γύρισε και τους κοίταξε απορημένη. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε.
«Όχι Μαρία, κάνε δουλειά σου, κάτι δικά μας» ο Billy έκλεισε το μάτι στον αποχαυνωμένο πελάτη και μετά του έκανε νόημα να σωπάσει όσο ήταν μπροστά η Μαρία. Θέμα δήθεν εχεμύθειας, αλλά και κέρδος λίγων λεπτών ακόμα για να σκεφτεί τα νέα δεδομένα.
«Εσείς το κάνατε αυτό;» Ο Γιάννης δεν σταμάταγε με τίποτα. «Νοιώθω περίφημα. Πως; Πως; Δεν καταλαβαίνω..Είστε φοβερός…» Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να πέσει στην αγκαλιά του. Ο Billy γύρισε προς τη Μαρία που ετοιμάζονταν να αποχωρήσει με τα λερωμένα καθαριστικά της.
«Κάτσε λίγο μαζί μας Μαρία» Έπρεπε να σιγουρευτούν, αν και το ότι συνυπήρχαν και οι τρεις τους σχεδόν επί ένα δεκάλεπτο δεν άφηνε και πολλές αμφιβολίες.
«Γιατί;» ρώτησε αυτή κάπως χαριτωμένα. Ίσως σκέφτηκε περίπτωση προξενιού, αν και οι ηλικίες δεν ήταν οι πρέπουσες.
«Τίποτα, έτσι, εμείς άλλωστε τελειώσαμε και είπα μήπως θες να κάτσεις στην παρέα μας». Δεν κόλλαγε με τίποτα. «Θες;» της πρότεινε τελικά πουράκι μη ξέροντας τι άλλο να πει ή να κάνει. Η Μαρία τίναξε λίγο τα μαλλιά της
«Όχι ευχαριστώ. Ξέρετε ότι δεν καπνίζω..Πάω δυο λεπτάκια στο μπάνιο να αφήσω αυτά, να πλυθώ λίγο και έρχομαι» είπε και αποχώρησε κοιτώντας διαρκώς απ’ την κορφή ως τα νύχια τον Γιάννη.
Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω της ο Γιάννης πετάχτηκε σαν ελατήριο.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω, είχε να μου συμβεί αυτό δυόμισι χρόνια. Τι κάνατε;»
«Καθίστε κάτω αγαπητέ και πιστέψτε το. Αφήστε προς το παρόν τις ερωτήσεις και απολαύστε αυτήν την αίσθηση. Απολαύστε την ελευθερία σας!» είπε ο Billy και έσβησε το πουράκι του στο τασάκι. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι διάολο συνέβη αλλά καλύτερα να απολάμβανε κι αυτός προς το παρόν την απίστευτη τύχη του. Το ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα και η είσοδος του κυρ-Θόδωρου με έναν δίσκο πάγωσε λίγο την ατμόσφαιρα. Κοίταζαν και οι δυο τους με κομμένη την ανάσα τον αμέριμνο καφετζή να εναποθέτει ένα φραπέ και ένα ποτήρι νερό.
«Στην υγεία σας» είπε αυτός αμήχανα νοιώθοντας πως οι δύο τύποι τον κοίταζαν λες και ήταν ζωσμένος με εκρηκτικά. Άρχισαν να χαλαρώνουν.
«Κυρ-Θόδωρε κάτσε ένα λεπτάκι», ξεθάρρεψε ο Billy. «Θες ένα πουράκι;» Πουράκι δεν ήθελε αλλά με αφορμή δήθεν τα ποδοσφαιρικά και τις προβλέψεις για το ντέρμπι της Κυριακής κράτησαν τον φανατικό γαύρο καφετζή στην παρέα τους για κανα τέταρτο. Χωρίς να συμβεί απολύτως τίποτα. Ο Γιάννης αισθανόταν καλύτερα από ποτέ και απολάμβανε εμφανώς την όμορφη τριμελή τους παρέα. (Εν τω μεταξύ είχε χτυπήσει την μισάνοικτη πόρτα και η Μαρία αλλά η φωνή του Billy «Εντάξει Μαρία, δε σε χρειάζομαι άλλο για σήμερα, καλό απόγευμα» την έστειλε απορημένη σπίτι της -και το αναπτερωμένο ηθικό της ξανά στο ναδίρ).
Όταν αποχώρησε ο κυρ-Θόδωρος ο Γιάννης πήγε να ξαναρχίσει τα «πως» και τα «γιατί» αλλά ο Billy τον έκοψε. Του μίλησε για τις γνωστές διασυνδέσεις και τη συνεργασία του με παραψυχολόγους στην Αμερική και του ζήτησε να μη ρωτήσει προς το παρόν λεπτομέρειες γιατί με αυτά τα υπερφυσικά πράγματα καλό είναι να μην γνωρίζεις και πολλά και να μην τα πολυψάχνεις. Ίσως κάποτε του εξηγούσε, αλλά τώρα δεσμεύεται με το απόρρητο από τους συνεργάτες του. Ο Γιάννης, αν και έλιωνε από περιέργεια αναγκάστηκε να συμβιβαστεί. Άλλωστε στην συμφωνία δεν υπήρχε ο όρος της επεξήγησης, απλά της λύσης του προβλήματος. Και έφτασε η κρίσιμη στιγμή. Μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και τελικά ο πρώην ασθενής έκανε την μαγική κίνηση και έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του το μπλοκ των επιταγών. Ο Billy διατήρησε την ψυχραιμία του και τα σάλια του εντός της στοματικής κοιλότητας. Παρατηρούσε ήρεμος τον πελάτη του να υπογράφει την χρυσή επιταγή -λες και του συνέβαινε αυτό καθημερινά- ενώ μέσα του έσκαγαν φωτοβολίδες και βεγγαλικά. Κοίταξε απλά φευγαλέα το νούμερο στην επιταγή για να σιγουρευτεί ότι ήταν σημειωμένο το σωστό νούμερο και έπειτα ακολούθησαν οι χειραψίες και τα αναπόφευκτα «ευχαριστώ, με σώσατε, είστε μάγος» κλπ. Δεν απέφυγε τελικά και μια σφιχτή αγκαλιά απ’ τον ευτυχισμένο νεαρό άντρα μέχρι που αποχώρησε κάποια στιγμή απ’ το γραφείο για να τρέξει στη γυναίκα του και το παιδί του. Θα πήγαινε λέει μάλιστα με ταξί. Όχι όμως ελεύθερο. Μισθωμένο, αυστηρά με άλλον ένα επιβαίνοντα. (Άλλοι το κάνουν καθημερινά αυτό αλλά δεν το εκτιμούν, μόνο όταν χάσεις κάτι…κλπ, κλπ)
Όταν έκλεισε επιτέλους η πόρτα του γραφείου ο Billy πήρε μερικές βαθιές ανάσες και γλίστρησε πάνω στην καρέκλα εξουθενωμένος από την ένταση. Σήκωσε και κοίταξε προσεκτικά την επιταγή. Την ακούμπησε μπροστά του και κάρφωσε το βλέμμα δεξιά, στο παράθυρο που καλύπτονταν με στόρια. Προσπάθησε να ξαναφέρει στο μυαλό του τις τελευταίες εξελίξεις, να βάλει κάποια τάξη. Άρχισε να μετράει τις γκρι πλαστικές λουρίδες από κάτω προς τα πάνω, όπως έκανε συχνά όταν ήθελε να συγκεντρωθεί. 1..2..3…5….8…..12……15.……18…..…..21…...………24……...

Σταμάτησε απότομα. Κατάλαβε. Έριξε άλλη μια ματιά στην επιταγή. Δεν υπήρχε πια λόγος να την βάλει στην τσέπη του, να την φυλάξει στο συρτάρι ή οπουδήποτε
αλλού. Σηκώθηκε με δυσκολία σπρώχνοντας τους αγκώνες της καρέκλας. Προχώρησε προς το παράθυρο και άνοιξε τα στόρια με το κορδονάκι. Κοίταξε κατευθείαν χαμηλά. Η Πατησίων παρά την μουντή, κιτρινισμένη ατμόσφαιρα του συννεφιασμένου απογεύματος δεν έδειχνε περισσότερο άσχημη απ’ ότι συνήθως. Πλήθος αμάξια προχωρούσαν αργά, στοιβαγμένα το ένα πίσω απ’ το άλλο. Ανάμεσά τους πολλά ταξί. Αυτήν την στιγμή, μέσα σε κάποιο απ’ αυτά, ένας ψηλόλιγνος άντρας μάλλον έχει αρχίσει να ιδρώνει και να δυσφορεί. Ίσως κοιτάει ήδη το χερούλι της πόρτας.

Tuesday, November 21, 2006

Φάρα

Τι μυστήρια φάρα που είμαστε κι εμείς οι bloggers...

Thursday, November 16, 2006

Last_Drive

Γιατί όχι; Αφού έτσι κι αλλιώς...

Monday, September 04, 2006

Last_Drive

Last_Drive
χμμ...